νάτριο

νάτριο
sodyum

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νάτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Na. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 11 και ένα σταθερό ισότοπο. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, ποτέ όμως σε ελεύθερη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • νάτριο — το χημικό στοιχείο: Ανθρακικό νάτριο (σόδα). – Βορικό νάτριο (βόρακας). – Xλωριούχο νάτριο (μαγειρικό αλάτι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιθυλικό νάτριο — Οργανική ένωση που προέρχεται από την αιθυλική αλκοόλη με την αντικατάσταση του υδροξυλιακού υδρογόνου από νάτριο. Ο τύπος της είναι C2H5ONa. Παρασκευάζεται με διάλυση του μεταλλικού νατρίου σε άνυδρη αιθυλική αλκοόλη …   Dictionary of Greek

  • θειούχο νάτριο — Ένωση του νατρίου με τύπο Na2S. Παρασκευάζεται με αναγωγή του θειικού νατρίου με άνθρακα. Βλ. λ. νάτριο …   Dictionary of Greek

  • ανθρακικό νάτριο — Η σόδα (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • σόδα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται συνήθως δύο ενώσεις του νάτριου: το ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) και το υδροξείδιο του νάτριου (NaOH), που λέγεται επίσης καυστική σόδα. Το ανθρακικό νάτριο βρίσκεται στη φύση, σε μερικά μεταλλεύματα, με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • αλιπηγές — Ονομάζονται έτσι οι ιαματικές πηγές που τα νερά τους περιέχουν μεγάλη ποσότητα αλάτων. To κύριο συστατικό τους είναι το χλωριούχο νάτριο, που συνοδεύεται συνήθως από χλωριούχα άλατα ασβεστίου, μαγνησίου, καλίου και ορισμένες φορές από μικρές… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”